-
1 εὐεργεσία
II a good deed, kindness,εὐεργεσίας ἀποτίνειν Od.22.235
, cf. Hes.Th. 503 (pl.); ἡ ἐξ Ἱστιαίου εὐ. done by him, Hdt.5.11;ἐκτίνειν Id.3.47
(pl.); εὐεργεσίας ἀποδέξασθαι ἔς τινας ib.67;καταθέσθαι ἔς τινα Th.1.128
;εὐ. πεποιημέναι ἔς τινα Hdt.4.165
;προέσθαι X.An.7.7.47
;προσφέρειν Pl.Grg. 513e
; opp.εὐ. ἀπολαβεῖν Isoc.14.57
;εὐ. ὀφείλεταί μοι Th.1.137
, cf. 32; ἀντ' εὐεργεσίης for service done, Simon.97.6, Theoc. 17.116, cf. B.1.47 (pl.), IG12.108;ἀπ' εὐεργεσίας καθίστασαν τοὺς βασιλεῖς Arist.Pol. 1286b10
: c. gen., εὐ. τῆς πόλεως good service done the state, Pl.Lg. 850b: pl., public services,τὰς τῶν προγόνων εὐεργεσίας Lys. 14.24
, etc.2 ψηφίζεσθαί [τινι] εὐεργεσίαν to vote him the title of εὐεργέτης (q.v.), D.20.60, cf. IG22.29, etc.;κείσεταί σοι εὐ. ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐς αἰεὶ ἀνάγραπτος Th.1.129
, cf. X.HG1.1.26, etc.III Εὐεργεσία, personified, = Lat. Liberalitas, D.C.71.34.2 epith. of Hera at Argos, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργεσία
См. также в других словарях:
ευεργεσία — η (ΑΜ εὐεργεσία, Α και ιων. τ. εὐεργεσίη) [ευεργέτης] 1. η καλή πράξη (σε αντίθεση με την κακή), η αγαθοεργία 2. καλή και ωφέλιμη πράξη για χάρη κάποιου, η ενέργεια που γίνεται με αγαθό σκοπό μσν. 1. παραχώρηση, προνόμιο, αμοιβή 2. εύνοια, χάρη… … Dictionary of Greek